- σταφυλιοκαύστης
- και σταφυλοκαύστης, ὁ, Αόργανο για την καυτηρίαση τής σταφυλής τής υπερώας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + -καύστης (< καίω), πρβλ. νεκρο-καύστης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταφυλιοκαύστου — σταφυλιοκαύστης instrument for cauterizing the uvula masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλοκαύστης — ὁ, Α βλ. σταφυλιοκαύστης … Dictionary of Greek